βουρλίζω

βουρλίζω
-ισα, -ίστηκα, βουρλισμένος
1. ερεθίζω, τρελαίνω, ζουρλαίνω κάποιον: Με βουρλίζεις μ’ αυτά που μου λές.
2. το μέσ., βουρλίζομαι γίνομαι έξω φρενών, έξαλλος: Βουρλίστηκα απ’ την ειρωνεία σου.
3. με κυριεύει σφοδρή επιθυμία: Δε βουρλίζομαι να βραβευτώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βουρλίζω — βουρλίζω, βούρλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βουρλίζω — και βρουλίζω Ι. 1. περνώ στο βούρλο, αρμαθιάζω 2. κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο, ερεθίζω, τρελαίνω II. βουρλίζομαι 1. τρελαίνομαι ή συμπεριφέρομαι σαν τρελός 2. εξαγριώνομαι 3. κυριεύομαι από κάποιον ακράτητη επιθυμία III. (η μτχ. παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • αβούρλιστος — η, ο [βουρλίζω] 1. αυτός που δεν βουρλίζεται, δεν στενοχωριέται ή δεν στενοχωρήθηκε 2. ο μη εξοργισμένος, ο ψύχραιμος 3. αυτός που δεν παραφρόνησε, που δεν έχασε τα λογικά του …   Dictionary of Greek

  • βουρλαίνω — 1. τρελαίνω 2. καταπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < βουρλίζω, κατά τα συνώνυμα μουρλαίνω, τρελαίνω] …   Dictionary of Greek

  • βουρλισιά — και βουρλισία, η [βουρλίζω] 1. έξαψη, μανία 2. ανοησία, άστοχη ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • μουρλός — ή, ό 1. τρελός, ανισόρροπος, ζουρλός 2. ασύνετος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μωρο λόγος, με κώφωση τού ω σε ου (για τον σχηματισμό πρβλ. ἁρματο λόγος > ἁρματολός). Κατ άλλους, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών μωρός + λωλός ή από το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”